βυθιζόμενα

βυθιζόμενα
βυθίζω
sink
pres part mp neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αύτανδρος — η, ο (AM αὔτανδρος, ον) [ανήρ] Ι. (συνήθως για βυθιζόμενα σκάφη) με όλους τους επιβάτες και το πλήρωμα (πρβλ. α) «το πλοίο βυθίστηκε αύτανδρο» β) «αὐτάνδρους τὰς ναῡς ἀπέβαλον» γ) «πόλεις αὔτανδροι ἀνηρῆσθαι» έχουν καταστραφεί πόλεις με όλο τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”